- ἐξεγγύησις
- ἐξεγγύησιςgiving of bailfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεγγύησις — ἐξεγγύησις, η (Α) [εξεγγυώ] εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος … Dictionary of Greek
ἐξεγγύησιν — ἐξεγγύησις giving of bail fem acc sg ἐξεγγυάω give up pres ind act 3rd sg ἐξεγγυάω give up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)